αλμυρός

αλμυρός
I
Κωμόπολη (υψόμ. 60 μ., 7.566 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αλμυρού του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αλμυρού. Ο σημερινός Α., που ιδρύθηκε τον 13ο αι., είναι ομώνυμος του παλαιότερου οικισμού που είχε δημιουργηθεί τον 9ο αι. μ.Χ., την περίοδο της βασιλείας του Λέοντος ΣΤ’ του Σοφού. Όπως μας πληροφορεί ο Ισπανοεβραίος γεωγράφος Βενιαμίν, ο οποίος ταξίδεψε στα τέλη του 12ου αι. (1173) στην Ανατολή, ο Α. αποτελούσε το σημαντικότερο εμπορικό κέντρο της Θεσσαλίας και μια από τις κυριότερες αγορές των Ενετών, των Πιζανών και των Γενουατών. Τον 14o αι. η πόλη λεηλατήθηκε επανειλημμένα από τους Φράγκους και τους διάφορους πολυώνυμους αρχοντίσκους και τελικά, αφού προσαρτήθηκε για ένα διάστημα στο σερβικό κράτος του Στέφανου Δουσάν, κατακτήθηκε το 1392 από τους Οθωμανούς. Τον 16o αι. η πόλη έχει χάσει πια την παλιά της ακμή και εξαφανίστηκε οριστικά, εξαιτίας της λεηλασίας της από Αλγερινούς και άλλους πειρατές που λυμαίνονταν τη Μεσόγειο και από την εμφάνιση επιδημίας πανούκλας που αποδεκάτισε τους κατοίκους της. Στις αρχές του 19ου αι. η νέα πόλη ανήκε στο κράτος του Αλή πασά των Ιωαννίνων και αργότερα πέρασε στην εξουσία του γιου του Βελή, πασά. Το 1833 ο Α. καταστράφηκε από τον Ταφήλ Μπούζη, που έσπευσε να αιχμαλωτίσει πολλούς προκρίτους των Χριστιανών και των Οθωμανών, και το 1897 υπέστη μεγάλες ζημιές από τον τουρκικό στρατό. Ο Α. απελευθερώθηκε με την ένωση της Θεσσαλίας με την Ελλάδα.
II
Τοπωνύμια του ελλαδικού χώρου.
1. Μικρός ποταμός του νομού Λασιθίου που πηγάζει από τα Λευκά Όρη και εκβάλλει στον ομώνυμο κόλπο. Στην περιοχή των εκβολών του είχε χτιστεί από τους Βενετούς πύργος, τον οποίο κατέστρεψαν οι Κρητικοί το 1821.
2. Μικρός ποταμός μήκους μόλις 1 χλμ. με υφάλμυρο νερό. Βρίσκεται κοντά στο χωριό Γεωργιούπολη του νομού Ρεθύμνης στην Κρήτη.
3. Μικρός ποταμός μήκους 2 χλμ. του νομού Ηρακλείου. Πηγάζει ορμητικά από το βουνό Στρούμπουλα, παραφυάδα του Ψηλορείτη και εκβάλλει περίπου 6 χλμ. δυτικά του Ηρακλείου.
4. Μικρός ποταμός του νομού Μαγνησίας. Έχει μήκος περίπου 3 χλμ.
5. Όρμος της Ακαρνανίας στον κόλπο της Αμφιλοχίας.
6. Ακρωτήριο της Θεσσαλίας. Σε αυτό καταλήγει μια γλώσσα ξηράς με βόρεια κατεύθυνση στην είσοδο του ομώνυμου κόλπου.
7. Μικρός κόλπος που σχηματίζει ο Παγασητικός κόλπος σε ολόκληρο το κεντρικό τμήμα των δυτικών ακτών του. Στη νοτιότερη περιοχή του σχηματίζεται ο γραφικός όρμος της Σούρπης.
8. Βαθύπεδο που στα αρχαία χρόνια λεγόταν Κρόκιον ή Κροκιστόν πεδίον, γνωστότερο κυρίως με την ονομασία πεδιάδα του Α. Είναι πολύ εύφορη και παράγει κυρίως βαμβάκι, αχλάδια, μήλα και δημητριακά.
* * *
και αρμυρός, -ή, -ό (Α ἁλμυρός, -ά, -όν)
αυτός που περιέχει άφθονο αλάτι, που έχει γεύση αλατιού ή απλώς ο αλατισμένος
νεοελλ.
1. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τά αλμυρά
α) οι αλίπαστες τροφές, τα παστά
β) τα είδη ζαχαροπλαστικής, που παρασκευάζονται δίχως ζάχαρη με την προσθήκη αλατιού
2. ακριβός, δαπανηρός
3. χυδαίος, αισχρός, άσεμνος
4. φρ. «αλμυρό-λύσσα», αλμυρό μέχρι τού βαθμού ώστε να προκαλέσει λύσσα, πάρα πολύ αλμυρό
«αγαπά ή τού αρέσουν τα αλμυρά», για τον φιλήδονο
αρχ.
1. πικρός, δυσάρεστος, αποκρουστικός
2. δριμύς, τσουχτερός
3. φρ. «ἁλμυρόν ὕδωρ», το αλμυρό θαλασσινό νερό
«ἁλμυρός ποταμός», ο Ελλήσποντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται ετυμολογικά με τη λ. ἅλμη. (Το τέρμα –υρὸς εξηγείται από τ. ἁλυρός).
ΠΑΡ. αλμυρίζω, αλμυρότης
αρχ.
ἁλμυρίς, ἁλμυρίτις (γῆ), ἁλμυρώδης, ἁλμυρῶ
μσν.
ἁλμυρία
νεοελλ.
αλμύρα, αλμυρήθρα.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἁλμυρονάματος, ἁλμυροφόρος
νεοελλ.
αλμυρόγλυκος, αλμυρόμετρο, αλμυρόπικρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλμυρός — αλμυρός, ή, ό και αρμυρός, ή, ό 1. αυτός που έχει πολύ αλάτι: Το φαγητό είναι πολύ αλμυρό. 2. μτφ., ακριβός, δαπανηρός: Έχει καλά πράγματα, αλλά οι τιμές του είναι αλμυρές. 3. το ουδ. ως ουσ., το αλμυρό το αλίπαστο: Έφαγα αλμυρά και δε χορταίνω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἁλμυρός — salt masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αλμυρός — Sp Almỹras Ap Αλμυρός/Almyros L R Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • ἁλμυρά — ἁλμυρός salt neut nom/voc/acc pl ἁλμυρά̱ , ἁλμυρός salt fem nom/voc/acc dual ἁλμυρά̱ , ἁλμυρός salt fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλμυρώτερον — ἁλμυρός salt adverbial comp ἁλμυρός salt masc acc comp sg ἁλμυρός salt neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλμυρωτάτων — ἁλμυρός salt fem gen superl pl ἁλμυρός salt masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλμυρῶν — ἁλμυρός salt fem gen pl ἁλμυρός salt masc/neut gen pl ἁλμυρόω make salt pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἁλμυρόω make salt pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἁλμυρόω make salt pres part act masc nom sg ἁλμυρόω make salt pres …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλμυρόν — ἁλμυρός salt masc acc sg ἁλμυρός salt neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλμυρώτατον — ἁλμυρός salt masc acc superl sg ἁλμυρός salt neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλμυραῖς — ἁλμυρός salt fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”